τρίρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_17)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίρριζος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ῥίζας, ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16, Μελέτ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 28.
|lstext='''τρίρριζος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] ῥίζας, ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16, Μελέτ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀκτά</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίρριζος Medium diacritics: τρίρριζος Low diacritics: τρίρριζος Capitals: ΤΡΙΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: trírrizos Transliteration B: trirrizos Transliteration C: trirrizos Beta Code: tri/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with three roots, ὀδόντες Gal.2.753.

Greek (Liddell-Scott)

τρίρριζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ῥίζας, ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16, Μελέτ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά-ρριζος].