πολεμογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(6_18)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμογράφος''': -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.
|lstext='''πολεμογράφος''': -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμογράφος Medium diacritics: πολεμογράφος Low diacritics: πολεμογράφος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: polemográphos Transliteration B: polemographos Transliteration C: polemografos Beta Code: polemogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A describing wars, αὐδά, of an historian, IG 42(1).687 (Epid., ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμογράφος: -ον, ὁ περιγράφων πολέμους, πολ. αὐδά, ἐπὶ ἱστορικοῦ συγγραφέως, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προοίμ.) 877b.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιστορικό συγγραφέα) αυτός που περιγράφει πολέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -γράφος].