φέροπλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φέροπλος''': -ον, ὁ φέρων ὅπλα, Μάξιμ. π. καταρχ. 180. | |lstext='''φέροπλος''': -ον, ὁ φέρων ὅπλα, Μάξιμ. π. καταρχ. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥίψ</i>-<i>οπλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing arms, Pae.Delph.8, Max.380.
German (Pape)
[Seite 1262] Waffen tragend, Maxim.
Greek (Liddell-Scott)
φέροπλος: -ον, ὁ φέρων ὅπλα, Μάξιμ. π. καταρχ. 180.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψ-οπλος].