εὐδαιμόνισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_22)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδαιμόνισμα''': τό, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς [[εὐδαιμονία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 354C. ΙΙ. συγχαρητήριον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16.
|lstext='''εὐδαιμόνισμα''': τό, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς [[εὐδαιμονία]], Πλάτ. Ἐπιστ. 354C. ΙΙ. συγχαρητήριον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδαιμόνισμα]], τὸ (Α) [[ευδαιμονίζω]]<br /><b>1.</b> ό,τι θεωρείται ως [[ευδαιμονία]]<br /><b>2.</b> τα [[συγχαρητήρια]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμόνισμα Medium diacritics: εὐδαιμόνισμα Low diacritics: ευδαιμόνισμα Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: eudaimónisma Transliteration B: eudaimonisma Transliteration C: evdaimonisma Beta Code: eu)daimo/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is thought to be a happiness, Pl.Ep.354c.    II congratulation, App.BC4.16.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das als ein Glück Geschätzte, Plat. Ep. VIII, 354 c; das Glücklichpreisen, App. Civ. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμόνισμα: τό, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς εὐδαιμονία, Πλάτ. Ἐπιστ. 354C. ΙΙ. συγχαρητήριον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16.

Greek Monolingual

εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) ευδαιμονίζω
1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία
2. τα συγχαρητήρια.