σωμεραστής: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_19) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμεραστής''': -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β. | |lstext='''σωμεραστής''': -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[εραστής]] του σώματος, της σάρκας, αυτός που έχει σαρκικό πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]]. | |||
}} | }} |