νοσοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_20) |
(3b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοσοποιέω''': προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, [[μολύνω]] τινὰ διὰ νόσου, [[μεταδίδω]] νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12. | |lstext='''νοσοποιέω''': προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, [[μολύνω]] τινὰ διὰ νόσου, [[μεταδίδω]] νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσοποιέω:''' делать больным, поражать болезнью (Arst., Plut.; τινα Sext.; τὰς ψυχάς Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A cause sickness, Hp.Acut.35, Arist.Pr.865b25, Alex.Aphr.in Top.4.27, f.l. in Plu.2.918d. 2 ν. [τινά] infect one with a disease, Ceb. 19; ν. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων D.S.12.12:—Pass., Herophil. ap. Sor. 2.3.
Greek (Liddell-Scott)
νοσοποιέω: προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, μολύνω τινὰ διὰ νόσου, μεταδίδω νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12.
Russian (Dvoretsky)
νοσοποιέω: делать больным, поражать болезнью (Arst., Plut.; τινα Sext.; τὰς ψυχάς Diod.).