σκολοπισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(6_19)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολοπισμός''': -οῦ, ὁ, [[σταύρωσις]], «παλούκωμα», Εὐστ. Πονημάτ. 286, 16.
|lstext='''σκολοπισμός''': -οῦ, ὁ, [[σταύρωσις]], «παλούκωμα», Εὐστ. Πονημάτ. 286, 16.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ [[σκολοπίζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[σκολοπίζω]], [[ανασκολοπισμός]], [[παλούκωμα]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολοπισμός Medium diacritics: σκολοπισμός Low diacritics: σκολοπισμός Capitals: ΣΚΟΛΟΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skolopismós Transliteration B: skolopismos Transliteration C: skolopismos Beta Code: skolopismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A impaling, Vett.Val.127.26.

Greek (Liddell-Scott)

σκολοπισμός: -οῦ, ὁ, σταύρωσις, «παλούκωμα», Εὐστ. Πονημάτ. 286, 16.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σκολοπίζω
η ενέργεια του σκολοπίζω, ανασκολοπισμός, παλούκωμα.