τεκεκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(6_18)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκεκτόνος''': -ον, πλημμ. γραφ. ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἀντὶ [[τεκοκτόνος]], Λοβέκ. εἰς Φρύν. 678, περὶ τῆς Μηδείας τῆς φονευσάσης τὰ ἑαυτῆς τέκνα.
|lstext='''τεκεκτόνος''': -ον, πλημμ. γραφ. ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἀντὶ [[τεκοκτόνος]], Λοβέκ. εἰς Φρύν. 678, περὶ τῆς Μηδείας τῆς φονευσάσης τὰ ἑαυτῆς τέκνα.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[τεκοκτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1082] zw. L. statt τεκοκεόνος, Orph. Lap. 10, 9; s. Lob. Phryn. 678.

Greek (Liddell-Scott)

τεκεκτόνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἀντὶ τεκοκτόνος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 678, περὶ τῆς Μηδείας τῆς φονευσάσης τὰ ἑαυτῆς τέκνα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(εσφ. γρφ.) αντί τεκοκτόνος.