θεραπευτέον: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερᾰπευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεραπεύω]], δεῖ θεραπεύειν, Ξεν. Άπομν. 2. 1, 28, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 30. 7, Πλάτ. Πολ. 408B.
|lstext='''θερᾰπευτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεραπεύω]], δεῖ θεραπεύειν, Ξεν. Άπομν. 2. 1, 28, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 30. 7, Πλάτ. Πολ. 408B.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερᾰπευτέον:'''<b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεραπεύω]], [[κάποιος]] πρέπει να υπηρετεί <i>τοὺς θεούς</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάτι]] που πρέπει να καλλιεργηθεί, <i>τὴν γῆν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάτι]] που πρέπει να θεραπευθεί, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτέον Medium diacritics: θεραπευτέον Low diacritics: θεραπευτέον Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: therapeutéon Transliteration B: therapeuteon Transliteration C: therapefteon Beta Code: qerapeute/on

English (LSJ)

   A one must do service to, τοὺς θεούς X.Mem.2.1.28.    2 one must court, flatter, τοὺς ἀκούοντας ἐπαίνῳ Arist.Rh.Al.1436b32.    II one must cultivate, τὴν γῆν X.l.c.    2 one must treat medically, Pl.R.408b, Dsc.Eup.1.101.    3 one must prepare fat, Id.2.76.    III Adj. θεραπευτέος, α, ον, to be courted, Luc.Merc.Cond.38.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεραπεύω, δεῖ θεραπεύειν, Ξεν. Άπομν. 2. 1, 28, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 30. 7, Πλάτ. Πολ. 408B.

Greek Monotonic

θερᾰπευτέον:I. ρημ. επίθ. του θεραπεύω, κάποιος πρέπει να υπηρετεί τοὺς θεούς, σε Ξεν.
II. 1. κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί, τὴν γῆν, σε Πλάτ.
2. κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, στον ίδ.