πρωτοτόκια: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοτόκια''': τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.
|lstext='''πρωτοτόκια''': τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.
}}
{{bailly
|btext=ίων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[πρωτοτοκεῖα]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκια Medium diacritics: πρωτοτόκια Low diacritics: πρωτοτόκια Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: prōtotókia Transliteration B: prōtotokia Transliteration C: prototokia Beta Code: prwtoto/kia

English (LSJ)

τά, with v.l. πρωτοτοκ-τοκεῖα,

   A rights of the first-born, birthright, LXX Ge.25.32, Ep.Hebr.12.16.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκια: τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.

French (Bailly abrégé)

ίων (τά) :
c. πρωτοτοκεῖα.