σπίλον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_22)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπίλον''': τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.
|lstext='''σπίλον''': τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά [[σπίλα]]<br /><b>1.</b> έντερα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τα στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σπίλος]] (Ι) «[[ρύπος]], [[κηλίδα]]»].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. τά σπίλα
1. έντερα
2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].