κολοκύντιον: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοκύντιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κολοκύντη]], Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.
|lstext='''κολοκύντιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κολοκύντη]], Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[κολόκυντα]], [[κολοκύντη]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1474] τό, dim. zum Vorigen, Phryn. com. bei Ath. II, 59 d.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκύντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κολοκύντη, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κολόκυντα, κολοκύντη.