ἱερακάριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(CSV import)
 
(17)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i(eraka/rios
|Beta Code=i(eraka/rios
|Definition=[<b class="b3">ῐε], ὁ</b>,= <b class="b3">ἱερακοτρόφος</b>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).217.
|Definition=[<b class="b3">ῐε], ὁ</b>,= <b class="b3">ἱερακοτρόφος</b>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).217.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερακάριος]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[γερακάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άριος]], <i>το</i> οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βερεδ</i>-[[άριος]], <i>υποθηκ</i>-[[άριος]])].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱκάριος Medium diacritics: ἱερακάριος Low diacritics: ιερακάριος Capitals: ΙΕΡΑΚΑΡΙΟΣ
Transliteration A: hierakários Transliteration B: hierakarios Transliteration C: ierakarios Beta Code: i(eraka/rios

English (LSJ)

[ῐε], ὁ,= ἱερακοτρόφος, Cat.Cod.Astr.8(4).217.

Greek Monolingual

ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ)
ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, -ακος + επίθημα -άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδ-άριος, υποθηκ-άριος)].