μακεδονίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être du parti des Macédoniens;<br /><b>2</b> parler macédonien.<br />'''Étymologie:''' [[Μακεδών]].
|btext=<b>1</b> être du parti des Macédoniens;<br /><b>2</b> parler macédonien.<br />'''Étymologie:''' [[Μακεδών]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μακεδονίζω]]) [[Μακεδονία]]<br />[[μιλώ]] τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' [[οἶδα]] πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήκω]] στη φιλομακεδονική [[μερίδα]], [[είμαι]] με το [[μέρος]] τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ [[ἦσαν]] oἱ [[μάλιστα]] [[τότε]] μακεδονίζοντες», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

1 être du parti des Macédoniens;
2 parler macédonien.
Étymologie: Μακεδών.

Greek Monolingual

μακεδονίζω) Μακεδονία
μιλώ τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' οἶδα πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», Αθήν.)
αρχ.
ανήκω στη φιλομακεδονική μερίδα, είμαι με το μέρος τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ ἦσαν oἱ μάλιστα τότε μακεδονίζοντες», Πολ.).