περιστρωφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]].
|btext=-ῶμαι;<br />parcourir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περιστροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιστρωφάομαι:''' θαμιστικό του <i>περιστρέφομαι</i>, <i>περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια</i>, [[τριγύρω]] σε όλα τα [[μαντεία]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.