συνθεατής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. [[συνθεάτρια]], Α [[συνθεῶμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται και παρακολουθεί [[θέατρο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> (για ηθοποιούς, μίμους) [[συνάδελφος]] [[ηθοποιός]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεᾱτής Medium diacritics: συνθεατής Low diacritics: συνθεατής Capitals: ΣΥΝΘΕΑΤΗΣ
Transliteration A: syntheatḗs Transliteration B: syntheatēs Transliteration C: syntheatis Beta Code: sunqeath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-spectator, Pl.R.523a, La.179e: fem. συνθε-άτρια, Ar.Fr.472: but, fellow-actress, Procop.Arc.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος ὁμοῦ μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
spectateur avec d’autres.
Étymologie: συνθεάομαι.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α συνθεῶμαι
1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον
2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός.