μουνογενής: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μουνογενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek Monolingual

μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.