διαγνωστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
(Bailly1_1)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de discerner, de reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
|btext=ή, όν :<br />capable de discerner, de reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de discernir o reconocer]] πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.<i>Salt</i>.74, cf. <i>Herm</i>.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.<i>Ar</i>.1.13<br /><b class="num">•</b>medic. [[relativo al diagnóstico]] τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15<br /><b class="num">•</b>[[capaz de diagnosticar]] c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271<br /><b class="num">•</b>[[que sirve para diagnosticar]] (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.<br /><b class="num">2</b> [[relativo a una vista judicial]] (cf. [[διάγνωσις]] II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PLips</i>.34.15 (IV d.C.), <i>PSI</i> 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una [[διάγνωσις]]</i> <i>PMich.Gagos</i> 20 (VI d.C.), Iust.<i>Nou</i>.115.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[mediante una cognitio o vista judicial]] δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.<i>Nou</i>.86.1.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνωστικός Medium diacritics: διαγνωστικός Low diacritics: διαγνωστικός Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diagnōstikós Transliteration B: diagnōstikos Transliteration C: diagnostikos Beta Code: diagnwstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313.    II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de discerner, de reconnaître.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de discernir o reconocer πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.Salt.74, cf. Herm.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.Ar.1.13
medic. relativo al diagnóstico τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15
capaz de diagnosticar c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271
que sirve para diagnosticar (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.
2 relativo a una vista judicial (cf. διάγνωσις II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una διάγνωσις PLips.34.15 (IV d.C.), PSI 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una διάγνωσις PMich.Gagos 20 (VI d.C.), Iust.Nou.115.2.
II adv. -ῶς mediante una cognitio o vista judicial δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.Nou.86.1.