ἀνάρπαστος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(Bailly1_1) |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entraîné en haut (dans le ciel, à travers | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> entraîné de force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναρπάζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 5 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρπαστος: -ον, [[[ὡσαύτως]] ἡ (ὀξυτόνως) ἐν Εὐρ. Ἑκ. 206: εἰσόψει χειρὸς ἀναρπαστὰν σᾶς ἄπο]: (ἀναρπάζω): - ὁ ἀναρπασθείς, ὁ ἀπαχθείς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀνάρπαστον γεγονέναι Πλάτ. Φαῖδρ. 229C. 2) ὁ ἀπαχθείς εἰς τὰ μεσόγαια, ὅ ἐ. εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, ἀναρπάστους πρὸς βασιλέα γεγονέναι καὶ ἐκεῖ δουλεύειν Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 33: - ἐπὶ προσώπ. ἐξοριζομένων ἢ ἄλλως τιμωρουμένων, ἀναρπάστους ἐποίει Ἡρωδιαν. 7. 3, 3: ἴδε ἀνάσπαστος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καὶ ποιῶν ἀναρπάστους αὐτῶν τοὺς βίους, καὶ παραδίδων τὰς περιουσίας αὐτῶν εἰς διαρπαγήν, Πολύβ. 9. 26, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, etc.);
2 entraîné de force.
Étymologie: ἀναρπάζω.