κραταίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Bailly1_3)
(21)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κραταίλεως]], -ων (Α)<br /> (για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].