θεατέος: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(Bailly1_3)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θεάομαι]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θεάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.

Greek Monotonic

θεᾱτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.
II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.