ἠπεροπευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἠπεροπεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠπεροπεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἠπεροπεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠπεροπεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠπεροπευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., <i>ἠπεροπευτὰ</i> (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A a cheat, deceiver, of Paris (cf. sq.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.
Greek Monotonic
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.