Καρχηδών: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />Carthage.<br />'''Étymologie:''' du phén. Qart-hadasht « la ville neuve ».
|btext=όνος (ἡ) :<br />Carthage.<br />'''Étymologie:''' du phén. Qart-hadasht « la ville neuve ».
}}
{{lsm
|lsmtext='''Καρχηδών:''' -όνος, ἡ, η Καρχηδόνα, σε Ηρόδ.· επίρρ. [[Καρχηδόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[Καρχηδόνιος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Καρχηδών Medium diacritics: Καρχηδών Low diacritics: Καρχηδών Capitals: ΚΑΡΧΗΔΩΝ
Transliteration A: Karchēdṓn Transliteration B: Karchēdōn Transliteration C: Karchidon Beta Code: *karxhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, Carthage, Hdt.3.19, S.Fr.602:—Adj. Καρχηδόνιος, α, ον, Carthaginian, Hdt. l.c., etc.; Καρχηδονιακός, ή, όν

   A, κόλπος Str.17.3.13.

Greek (Liddell-Scott)

Καρχηδών: -όνος, ἡ, «μητρόπολις Λιβύης, διασημοτάτη πόλις, ἀπὸ Καρχηδόνος Φοίνικος» (Στ. Βυζάντ.), Ἡρόδ. 3. 19, Σοφ. Ἀποσπ. 536·―ἐπίθ. Καρχηδόνιος, α, ον, αὐτόθι· Καρχηδονιακός, ή, όν, Στράβ. 832.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
Carthage.
Étymologie: du phén. Qart-hadasht « la ville neuve ».

Greek Monotonic

Καρχηδών: -όνος, ἡ, η Καρχηδόνα, σε Ηρόδ.· επίρρ. Καρχηδόνιος, , -ον, Καρχηδόνιος, στον ίδ.