ἁπαλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(Bailly1_1)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure douce <i>ou</i> souple.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure douce <i>ou</i> souple.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[θρίξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁπαλόθριξ]] (-τριχος), ο (Α)<br />αυτός που έχει [[μαλακά]] μαλλιά.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.

Greek Monolingual

ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.