δοχήϊον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[δοχεῖον]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[δοχεῖον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοχήϊον:''' τό, Ιων. αντί [[δοχεῖον]], αυτό που συγκρατεί [[κάτι]], [[αγγείο]], [[μέλανος]] δ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 663] τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταθεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).

French (Bailly abrégé)

ion. c. δοχεῖον.

Greek Monotonic

δοχήϊον: τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.