3,258,334
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[λοιμώδης]], -ώδες) [[λοιμός]]<br />(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, [[θανατηφόρος]] («βλάψασα καὶ [[μέρος]] τι φθείρασα ἡ [[λοιμώδης]] [[νόσος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λοιμώδης]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει [[συνήθως]] [[οξεία]] [[εξέλιξη]] και μεταβάλλει σε [[πηγή]] μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα [[μεγάλος]] [[αριθμός]] άλλων ατόμων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, [[μεταδοτικός]], [[μολυσματικός]]. | |||
}} | }} |