λοιμώδης

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμώδης Medium diacritics: λοιμώδης Low diacritics: λοιμώδης Capitals: ΛΟΙΜΩΔΗΣ
Transliteration A: loimṓdēs Transliteration B: loimōdēs Transliteration C: loimodis Beta Code: loimw/dhs

English (LSJ)

λοιμῶδες, pestilential, λ. νόσος plague, Hp.Acut.5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.Pr.862a5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
pestilentiel, contagieux.
Étymologie: λοιμός, -ωδης.

German (Pape)

ες, pest-, seuchenartig; Thuc. 1.23; Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

λοιμώδης: чумный (νόσος Thuc.; ἔτος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λοιμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λοιμόν, ὀλέθριος, ἡ λ. νόσος, ὁ λοιμός, ἡ πανώλης, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· ἔτος λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.

Greek Monolingual

-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) λοιμός
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.

Greek Monotonic

λοιμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με το λοιμό, ολέθριος, ἡ λοιμώδης νόσος, λοιμός, πανούκλα, σε Θουκ.

Middle Liddell

λοιμ-ώδης, ες εἶδος
like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.

English (Woodhouse)

infectious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)