Anonymous

λοιμώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.
|lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης.
}}
}}