Anonymous

λοιμώδης: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />pestilentiel, contagieux.<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[λοιμώδης]], -ώδες) [[λοιμός]]<br />(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, [[θανατηφόρος]] («βλάψασα καὶ [[μέρος]] τι φθείρασα ἡ [[λοιμώδης]] [[νόσος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λοιμώδης]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει [[συνήθως]] [[οξεία]] [[εξέλιξη]] και μεταβάλλει σε [[πηγή]] μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα [[μεγάλος]] [[αριθμός]] άλλων ατόμων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, [[μεταδοτικός]], [[μολυσματικός]].
}}
}}