ἐπιβείομεν: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[ἐπιβαίνω]].
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβείομεν:''' Επικ. αντί <i>-βῶμεν</i>, υποτ. αορ. βʹ του [[ἐπιβαίνω]]· [[ἐπιβήμεναι]], απαρ. Επικ. αντί -[[βῆναι]].
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.

Greek Monotonic

ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.