εὐηχής: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]]. | |btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐηχής]], -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. [[εὐαχής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[εύηχος]] («εὐαχέα ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει αρμονική [[φωνή]], ο [[εύφωνος]] («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχή</i> ή [[ήχος]] (<i>το</i>) «[[ήχος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. εὐᾱχης, ές,
A well-sounding, tuneful, ὕμνος Pi.P.2.14; ὑμέναιος Call.Del.296; ὄργανον Plu.2.437d; euphonious, Phld. Po.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηχής: Δωρ. εὐᾱχής, ές, καλῶς ἠχῶν, εὔηχος, Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au bruit harmonieux ou sonore.
Étymologie: εὖ, ἦχος.
Greek Monolingual
εὐηχής, -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. εὐαχής, -ές)
1. ο εύηχος («εὐαχέα ὕμνον», Πίνδ.)
2. αυτός που παράγει αρμονική φωνή, ο εύφωνος («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχή ή ήχος (το) «ήχος»].