Κίσσιος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''. | |btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.