μαθητέος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μανθάνω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰθητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μανθάνω]]·<br /><b class="num">I.</b>αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b><i>μαθητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:11, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c. II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X. Mem.2.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.
Greek Monotonic
μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.