λιπόπνους: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(Bailly1_3)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><b>1</b> qui n’a pas de souffle (Hadès);<br /><b>2</b> qui a perdu le souffle, mort.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[πνέω]].
|btext=ους, ουν :<br /><b>1</b> qui n’a pas de souffle (Hadès);<br /><b>2</b> qui a perdu le souffle, mort.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[πνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόπνους]], -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> εγκαταλελειμμένος από την [[πνοή]], [[άπνους]], [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει [[κάθε]] [[πνοή]], στον οποίο επικρατεί νεκρική [[σιγή]] («[[λιπόπνους]], [[Ἅιδης]]», <b>Ορφ.</b> Υμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]])].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui n’a pas de souffle (Hadès);
2 qui a perdu le souffle, mort.
Étymologie: λείπω, πνέω.

Greek Monolingual

λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)
1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός
2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγήλιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -πνους (< πνοή)].