μύ: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μῦ]]².
|btext=<i>c.</i> [[μῦ]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύ:''' ή μῦ, [[μουρμουριστός]] [[ήχος]] που παράγεται από τα χείλη, <i>μῦλαλεῖν</i>, [[μουρμουρίζω]], σε Ιππών.· [[μιμούμαι]] τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, <i>μὺ μῦ</i>, <i>μὺ μῦ</i>, ή, καλύτερα, <i>μυμῦ</i>, <i>μυμῦ</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 212] od. μῦ, ein mit geschlossenem Munde hervorgebrachter Laut, Schmerz ausdrückend, μὺ μῦ, μὺ μῦ, Ar. Equ. 10, μῦ μῦ, Th. 231; – μῦ λαλεῖν, einen kaum vernehmbaren Laut hervorbringen, mucken, mucksen, von denen, die nicht laut zu reden wagen, Hipponax frg. bei S. Emp. adv. gramm. 275; vgl. das lat. mu facere, mussare.

French (Bailly abrégé)

c. μῦ².

Greek Monotonic

μύ: ή μῦ, μουρμουριστός ήχος που παράγεται από τα χείλη, μῦλαλεῖν, μουρμουρίζω, σε Ιππών.· μιμούμαι τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, μὺ μῦ, μὺ μῦ, ή, καλύτερα, μυμῦ, μυμῦ, σε Αριστοφ.