τρισκαιδέκατος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη ([[ἡμέρα]]) le 13ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' [[τρισκαίδεκα]].
|btext=η, ον :<br />treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη ([[ἡμέρα]]) le 13ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' [[τρισκαίδεκα]].
}}
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[τρεισκαιδέκατος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος τρίτος, Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ δεκάτη τρίτη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη (ἡμέρα) le 13ᵉ jour.
Étymologie: τρισκαίδεκα.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
βλ. τρεισκαιδέκατος.