ξυλία: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(Bailly1_3)
(27)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ramasser du bois ; tas de bois;<br /><b>2</b> construction en bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ramasser du bois ; tas de bois;<br /><b>2</b> construction en bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
{{grml
|mltxt=η [[ξύλο]]<br /><b>1.</b> [[χτύπημα]] με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χτυπήματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο πεινασμένος [[γάιδαρος]] ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε [[υποταγή]] εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ramasser du bois ; tas de bois;
2 construction en bois.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monolingual

η ξύλο
1. χτύπημα με ξύλο
2. κάθε είδος χτυπήματος
3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.