ὀβολοστατική: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[τέχνη]];<br />métier d’usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολοστάτης]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[τέχνη]];<br />métier d’usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολοστάτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβολοστατική]], ἡ (Α) [[οβολοστάτης]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) <i>το</i> [[επάγγελμα]] του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο [[δανεισμός]] με τόκο.
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d’usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.

Greek Monolingual

ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.