δανεισμός
English (LSJ)
ὁ, δανεισμοῦ,
A money-lending, IG22.1172, Pl.Lg.842d (pl.), Arist.EN1131a3, etc.
II borrowing, Pl.R. 573e (pl.), POxy.799 (i A.D.), Plu.2.706b: metaph., αἷμα δ' αἵματος πικρὸς δ. ἦλθε E.El. 858.
Spanish (DGE)
(δᾰνεισμός) δανεισμοῦ, ὁ
préstamo de dinero, público o entre particulares IG 13.258.16 (V a.C.), ψάφισμα ... ὑπὲρ δανεισμοῦ χρημάτων IPr.37.79 (II a.C.), δανεισμοὶ καὶ τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e, δανεισμοὶ καὶ ἐπίτοκοι τόκοι Pl.Lg.842d, cf. Arist.EN 1131a3, μὴ γίνου πτωχὸς συμβολοκοπῶν ἐκ δανεισμοῦ no te empobrezcas festejando a cuenta de un préstamo LXX Si.18.33, δ. ἐπὶ ναυτικοῖς préstamo en bienes muebles Plu.Cat.Ma.21, χαλεπὸν γὰρ ὁ δανεισμὸς τῆς ἀκρασίας κόλασμα = pues el préstamo es un duro castigo del desenfreno Plu.2.706b, cf. IG 5(1).1432.8 (Mesene I a./d.C.), SB 6663.29 (I a.C.), POxy.799 descr. (I d.C.), PMich.438.13 (II d.C.)
•préstamo, deuda Plu.2.87c
•fig. pago del préstamo αἷμα δ' αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἦλθε τῷ θανόντι νῦν E.El.858.
German (Pape)
[Seite 522] ὁ, das Darleihen, Eur. El. 858; Plat. Rep. IX, 573 e u. A.; Wucher, δανεισμῷ χρήματα συμβάλλειν Plat. Legg. XI, 921 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. δάνεισμα.
Étymologie: δανείζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δανεισμός -οῦ, ὁ δανείζω geldlening; overdr.: αἷμα αἵματος πικρὸς δανεισμός bloed als een bittere lening voor bloed Eur. El. 858.
Russian (Dvoretsky)
δᾰνεισμός: ὁ отдача денег в рост, предоставление ссуды Plat., Arst., Plut.: αἷμα αἵματος δ. Eur. отплата кровью за кровь.
Greek Monolingual
ο (AM δανεισμός) δανείζω
το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα
αρχ.
η ανταπόδοση («αἷμα δ' αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε»).
Greek Monotonic
δᾰνεισμός: ὁ (δανείζω), δανεισμός χρημάτων, λήψη δανείου, σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αἵματος δανεισμός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνεισμός: ὁ, τὸ δανείζειν χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, Πλάτ. Νόμ. 291C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 13· μεταφ., αἷμα δ᾿ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἦλθε Εὐρ. Ἠλ. 858.
Middle Liddell
δανείζω
money-lending, Plat., etc.: metaph., αἵματος δανεισμός Eur.