τλάθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15. | |lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.