τλάθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15.
|lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15.
}}
{{Slater
|sltr=<b>τλᾱθῡμος, -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[persevering]] ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον [[κύνα]] χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.
}}
{{Slater
|sltr=<b>τλᾱθῡμος, -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[persevering]] ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον [[κύνα]] χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.