Μόψος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Μόψος''': ὁ, [[Ἕλλην]] τις [[ἥρως]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις [[μάντις]] ἔχων [[μαντεῖον]] ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.
|lstext='''Μόψος''': ὁ, [[Ἕλλην]] τις [[ἥρως]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις [[μάντις]] ἔχων [[μαντεῖον]] ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.
}}
{{Slater
|sltr=[[Μόψος]] a [[seer]] and Argonaut. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[μάντις]] ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς [[Μόψος]] (P. 4.191)
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Μόψος: ὁ, Ἕλλην τις ἥρως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 181, Πίνδ., κλ. 2) περίφημός τις μάντις ἔχων μαντεῖον ἐν Μαλλῷ τῆς Κιλικίας, Στράβ. 443, κτλ.

English (Slater)

Μόψος a seer and Argonaut.
   1 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.191)