ἁμᾶ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμᾶ''': Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).
|lstext='''ἁμᾶ''': Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμᾱ</b> (Dor. = [[ἅμα]]: ἁμᾷ alii, cf. Herodian., 1. 489. 16f. L.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[together]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> adv. ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε (O. 3.21) ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν (P. 3.36) πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) Μοῖσά [[τοι]] κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> prep. c. dat. [[together]] [[with]] φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: [[ἅμα]] Σ: ἀμφὶ codd.) (N. 9.52)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμᾱ</b> (Dor. = [[ἅμα]]: ἁμᾷ alii, cf. Herodian., 1. 489. 16f. L.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[together]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> adv. ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε (O. 3.21) ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν (P. 3.36) πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) Μοῖσά [[τοι]] κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> prep. c. dat. [[together]] [[with]] φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: [[ἅμα]] Σ: ἀμφὶ codd.) (N. 9.52)
}}
}}

Revision as of 14:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμᾶ Medium diacritics: ἁμᾶ Low diacritics: αμά Capitals: ΑΜΑ
Transliteration A: hamâ Transliteration B: hama Transliteration C: ama Beta Code: a(ma=

English (LSJ)

Dor. for ἅμα, Pi.O.3.21, IG5(1), Ar.Lys.1318, Call.Lav.Pall. 75, Theoc.9.4. (ἁμᾷ Hdn.Gr.1.489;

   A ἅμᾳ Thphr.Metaph.6, al. (cod. opt.).)

German (Pape)

[Seite 114] od. ἁμᾷ, dor. = ἅμα, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμᾶ: Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).