ἀγκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(SL_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀγκομίζω]] v. [[ἀνακομίζω]].
|sltr=[[ἀγκομίζω]] v. [[ἀνακομίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκομίζω:''' ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-[[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 17:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.

English (Slater)

ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.

Greek Monotonic

ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.