εὐαγορέω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(SL_1)
(4)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾱγορέω:''' εὐαγορία, Δωρ. αντί <i>εὐηγ-</i>.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱγορέω Medium diacritics: εὐαγορέω Low diacritics: ευαγορέω Capitals: ΕΥΑΓΟΡΕΩ
Transliteration A: euagoréō Transliteration B: euagoreō Transliteration C: evagoreo Beta Code: eu)agore/w

English (LSJ)

εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.

German (Pape)

[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.

English (Slater)

εὐᾱγορέω
   1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)

Greek Monotonic

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.