Λέσβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
(SL_2)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Λέσβιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[Lesbos]] Τέρπανδρός ποθ' ὁ [[Λέσβιος]] fr. 125. 1.
|sltr=[[Λέσβιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[Lesbos]] Τέρπανδρός ποθ' ὁ [[Λέσβιος]] fr. 125. 1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Λέσβιος:''' -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:05, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.

English (Slater)

Λέσβιος
   1 of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.

Greek Monotonic

Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.