Λέσβιος

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Middle Liddell

Λέσβιος, η, ον, Lesbian, of Lesbos, Hdt., etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.

English (Slater)

Λέσβιος, of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.

Greek Monotonic

Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβιος: IIлесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).