ὀρείκτιτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(SL_2)
(29)
Line 12: Line 12:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρείκτιτος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mountain]]-[[dwelling]] ὀρεικτίτου συός ([[τοῦ]] ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
|sltr=[[ὀρείκτιτος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mountain]]-[[dwelling]] ὀρεικτίτου συός ([[τοῦ]] ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρείκτιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]], [[ορεινός]] («[[ὀρείκτιτος]] σῡς». <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>κτιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείκτῐτος Medium diacritics: ὀρείκτιτος Low diacritics: ορείκτιτος Capitals: ΟΡΕΙΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: oreíktitos Transliteration B: oreiktitos Transliteration C: oreiktitos Beta Code: o)rei/ktitos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος
   1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].