δαυχνοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(big3_10) |
(8) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[portador de laurel]] cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. [[δαφνηφόρος]]. | |dgtxt=-ου, ὁ [[portador de laurel]] cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. [[δαφνηφόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαυχνοφόρος]], -ον (Α)<br />ο [[δαφνοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]], [[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]] που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]], <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[Δαυχναφόριος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δαυχνοφόρος: -ον, = δαφνηφόρος, Ἀλκμ. ἀποσπ. 16 (Bgk.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ portador de laurel cj. a δ' αχοσχορον como epít. de Apolo, Alcm.48, cf. δαφνηφόρος.
Greek Monolingual
δαυχνοφόρος, -ον (Α)
ο δαφνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαύχνα, παράλληλος τ. του δάφνη που απαντά μόνο σε σύνθετα, + -φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)].