ἐμπερατόω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(big3_14)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[limitar]] en v. pas. (νόημα) τῇ ἀπειρίᾳ τοῦ τὸ πᾶν περιέχοντος ... ἐμπερατούμενον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.461.
|dgtxt=[[limitar]] en v. pas. ([[νόημα]]) τῇ ἀπειρίᾳ τοῦ τὸ πᾶν περιέχοντος ... ἐμπερατούμενον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.461.
}}
{{grml
|mltxt=ἐμπερατῶ ([[ἐμπερατόω]]) (Α)<br />[[περατώνω]], [[τελειώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 6 November 2024

Spanish (DGE)

limitar en v. pas. (νόημα) τῇ ἀπειρίᾳ τοῦ τὸ πᾶν περιέχοντος ... ἐμπερατούμενον Gr.Nyss.Eun.2.461.

Greek Monolingual

ἐμπερατῶ (ἐμπερατόω) (Α)
περατώνω, τελειώνω.