βαμβακύζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_8)
(7)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βαμβᾰκύζω) [[castañetear los dientes]] Hippon.42a.3 (var., v. [[βαμβαλύζω]]).
|dgtxt=(βαμβᾰκύζω) [[castañetear los dientes]] Hippon.42a.3 (var., v. [[βαμβαλύζω]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[βαμβακύζω]] (Α)<br />χτυπούν τα δόντια μου από το [[κρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[βαμβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
βαμβαίνω.

Spanish (DGE)

(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).

Greek Monolingual

βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.